- νωθρότης
- νωθρότης, ητος, ἡ, Trägheit, Langsamkeit, Faulheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νωθρότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότησι — νωθρότης fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — νωθρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητας — νωθρότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητες — νωθρότης fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητι — νωθρότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητος — νωθρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek